ἕρκος

ἕρκος
ἕρκος (ἕρκος, nom., acc.: ἑρκέων, ἕρκεσιν.)
a net

κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων N. 3.51

b met., confines ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (τῇ τῆς θαλάσσης ἐπιφανείᾳ. Σ.) P. 2.80 γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. ἄγγος) N. 10.36 ]α φυγόντα καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ (ἕρκος add. Π̆{S}) Δ. 1. 1. ὁ δ' ἄφαρ πλεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν διερκέων (δἰ ἑρκέων Snell, i. e. stalls) fr. 169. 29.
c bulwark

παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν Pae. 6.85

ἀγωνίας δ' ἕρκος οἷον σθνος P. 5.113


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

  • ἕρκος — fence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρκει — ἕρκος fence neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἕρκεϊ , ἕρκος fence neut dat sg (epic ionic) ἕρκος fence neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρκη — ἕρκος fence neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἕρκος fence neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρκέων — ἕρκος fence neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρκίων — ἕρκος fence neut gen pl (doric) ἑρκίον fence neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρκῶν — ἕρκος fence neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρκεα — ἕρκος fence neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρκεος — ἕρκος fence neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρκεσι — ἕρκος fence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρκεσιν — ἕρκος fence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”